νεαρός

νεαρός
νεᾰρός, ά, όν, poet. for νέος (also in later Prose, v. infr.),
A youthful,

παῖδες Il.2.289

, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN1095a7;

νεαροί

youths,

A.Ag.359

, 1504 (both anap.);

ν. ἥβη Ar.Fr.467

; = νεαλής, ν. στρατός Hdn.3.7.5;

τὸ ν.

youthful spirit,

X.Cyr.1.4.3

;

λόγος ν. καὶ θεατρικός Plu.2.802e

;

σχηματισμοὶ πολὺ τὸ ν. ἔχοντες D.H.Comp.23

.
2 of things, new,

ὕμνοι Hes.Fr.265

;

νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20

; fresh,

μυελός A.Ag.76

(anap.);

σώματα X. Cyn.9.10

; ν. δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA534b4;

τροφή Id.PA 675b29

; ν. τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71,
Ath.1.7d;

-ώτεροι κλῶνες Gal.12.283

;

καππάρεως ὅτι -ωτάτης PCair.Zen.488

(iii B.C.).
3 of events, recent,

ξυντυχίαι S.Ant.157

(anap.); of a letter, D.L.1.112
.
4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις) title of the novellae of Justinian;

ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13

(vi A.D.).
II Adv.

-ρῶς

youthfully, rawly,

Luc.Hist.Conscr.50

: [comp] Comp.,

διειλεγμένον -ωτέρως

with more spirit,

Isoc.12.229

. [νεα- by synizesis, as one long syll., Pi.ll.cc.; cf. νηρός.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεαρός — youthful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • νεαρός — ή, ό 1. ονέος στην ηλικία: Νεαρό ζευγάρι. 2. το θηλ. στον πληθ. ως ουσ., Νεαρές συλλογή νόμων που εκδόθηκαν από τον Ιουστινιανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεαρά — νεαρός youthful neut nom/voc/acc pl νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc/acc dual νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρώτερον — νεαρός youthful adverbial comp νεαρός youthful masc acc comp sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρωτάτων — νεαρός youthful fem gen superl pl νεαρός youthful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρῶν — νεαρός youthful fem gen pl νεαρός youthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαρόν — νεαρός youthful masc acc sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραῖς — νεαρός youthful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραῖσι — νεαρός youthful fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαραί — νεαρός youthful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”